-
1 ῥάφοι
ῥάφοι· ὄρνεις τινές, Hsch.
См. также в других словарях:
ράφοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνεις τινές». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
1 ῥάφοι
ράφοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνεις τινές». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek